- υπεροπτικός
- -ή, -ό / ὑπεροπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑπερόπτης / ὑπέροπτος]αυτός που έχει την τάση ή τη συνήθεια να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης, αλαζόναςνεοελλ.1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, αλαζονικός, υπερφίαλος («υπεροπτικό φέρσιμο»)2. ανατ. αυτός που βρίσκεται πάνω από το οπτικό χίασμα.επίρρ...υπεροπτικώς / ὑπεροπτικῶς ΝΜΑ, και υπεροπτικά Νμε υπεροπτικό, με περιφρονητικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.