υπεροπτικός

υπεροπτικός
-ή, -ό / ὑπεροπτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [ὑπερόπτης / ὑπέροπτος]
αυτός που έχει την τάση ή τη συνήθεια να περιφρονεί τους άλλους, υπερόπτης, αλαζόνας
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε υπερόπτη, αλαζονικός, υπερφίαλος («υπεροπτικό φέρσιμο»)
2. ανατ. αυτός που βρίσκεται πάνω από το οπτικό χίασμα.
επίρρ...
υπεροπτικώς / ὑπεροπτικῶς ΝΜΑ, και υπεροπτικά Ν
με υπεροπτικό, με περιφρονητικό τρόπο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ὑπεροπτικός — contemptuous masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπεροπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που αρμόζει σε υπερόπτη, ο αλαζονικός: Υπεροπτικό ύφος. 2. αυτός που βρίσκεται ανατομικά πάνω από το οπτικό χίασμα: Υπεροπτικό κόλπωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὑπεροπτικά — ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc pl ὑπεροπτικά̱ , ὑπεροπτικός contemptuous fem nom/voc/acc dual ὑπεροπτικά̱ , ὑπεροπτικός contemptuous fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροπτικώτερον — ὑπεροπτικός contemptuous adverbial comp ὑπεροπτικός contemptuous masc acc comp sg ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροπτικῶν — ὑπεροπτικός contemptuous fem gen pl ὑπεροπτικός contemptuous masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροπτικόν — ὑπεροπτικός contemptuous masc acc sg ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροπτικώτατα — ὑπεροπτικός contemptuous adverbial superl ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροπτικώτατον — ὑπεροπτικός contemptuous masc acc superl sg ὑπεροπτικός contemptuous neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροπτικοί — ὑπεροπτικός contemptuous masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπεροπτικοῦ — ὑπεροπτικός contemptuous masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”